- ἐξαγοράσῃ
- ἐξαγοράζωaor subj mid 2nd sgἐξαγοράζωaor subj act 3rd sgἐξαγοράζωfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγόραση — η (AM ἐξαγόρασις) [εξαγοράζω] 1. απελευθέρωση με την καταβολή λύτρων 2. λύτρωση, απολύτρωση … Dictionary of Greek
εξαγόραση — η η εξαγορά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγοράσηι — ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj mid 2nd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj act 3rd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)